- ζητώ
- -άω και -έω (AM ζητῶ, -έω)1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ' το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ)2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῡ φόνου λαβεῑν», Σοφ.)3. ζητώ να πάρω κάτι που τό δικαιούμαι, απαιτώ, αξιώνω (α. «ζητώ μερίδιο από τα κέρδη» β. «τῶν πράξεων παρὰ τοῡ στρατηγοῡ λόγον ζητοῡντες», Δημοσθ.)4. επιζητώ, επιδιώκω, επιθυμώ (α. «ζητώ αφορμή για καβγά» β. «τἀμήχανα ζητῶν», Ευρ.)5. αισθάνομαι την ανάγκη κάποιου («ἵνα μή ζητέοιεν σιτία», Ηρόδ.)6. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) το ζητούμενο(ν)το ζήτημα, το αντικείμενο τής έρευναςνεοελλ.1. ζητώ κάτι ως ελεημοσύνη, ζητιανεύω2. (για θηλ. ζώα) επιθυμώ να συνουσιαστώ («η φοράδα άρχισε να ζητάει»)3. παθ. ζητούμαι και ζητιέμαι(για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) είμαι αντικείμενο ζήτησης, εμφανίζονται αγοραστές για την αγορά μουμσν.-αρχ.ζητώ να μάθω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. κατά τα αιτέω δατέομαι από ρηματικό επίθετο *ζητός, που μαρτυρείται ως ζατός στην αρκαδική διάλ. και ανάγεται με τη σειρά του σε αρχικό ρ. δί-ζη-μαι* (< *δι-δyα-μαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dei∂ «επιδιώκω»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ελλ. ζημία, ζήλος, ζητρός, οι αντιστοιχίες του όμως στις άλλες ΙΕ γλώσσες δεν είναι εμφανείς.ΠΑΡ. ζήτημα, ζήτησις, ζητητήςνεοελλ.ζητιάνος, ζήτουλας.ΣΥΝΘ. αναζητώ, επιζητώ, εκζητώ, καταζητώ, συζητώ, συναναζητώ, συνεπιζητώαρχ.αντιζητέω, διαζητέω, παραζητέω, προζητέω, προσαναζητέω, προσεπιζητέω, προσζητέω, υποζητέωνεοελλ.αποζητώ, επαναζητώ, ξαναζητώ, πολυζητώ, ψωμοζητώ].
Dictionary of Greek. 2013.